- αγκυλότοξος
- ἀγκυλότοξος, -ον (Α)αυτός που έχει αγκύλο, κυρτό τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + τόξον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκυλότοξος — with crooked bow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλότοξον — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem acc sg ἀγκυλότοξος with crooked bow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοτόξους — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοτόξων — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλότοξοι — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek